Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Η Γερμανική επίθεση 6 Απριλίου 1941

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1941.
Η Γερμανία διεξάγει διαπραγματεύσεις με την Βουλγαρία. Επιδίωξη της πρώτης είναι να χρησιμοποιήσει το έδαφος της δεύτερης, για να επιτεθεί κατά της Ελλάδας. Επιδίωξη της δεύτερης είναι να της παραχωρηθούν εδάφη από την κατακτημένη Ελλάδα. Πρόκειται για την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη. Θέλει να τα ενσωματώσει.

ΤΟ ΠΟΛΥΒΟΛΕΙΟ

Η Ελλάδα έχει τον πόλεμό της με την Ιταλία. Και στο μέτωπο της Αλβανίας έχει το μέγιστο μέρος του στρατού της. Επανδρώνει όμως και τα προς την Βουλγαρία σύνορά της, με τις ελάχιστες δυνάμεις που διαθέτει. Αποσπά και έναν λοχαγό από την πρώτη γραμμή στην Αλβανία και τον αποστέλλει εκεί.

…Ποιος ήθελε τον πόλεμο…
Την ίδια ώρα στους πρόποδες του Μπέλες, έξω από την υποδιοίκηση χωροφυλακής της περιοχής, είναι συγκεντρωμένοι οι πρόεδροι των κοινοτήτων. Ερχεται ένας ταγματάρχης, κατεβαίνει από το άλογό του, ανεβαίνει σε μια μεγάλη πέτρα και τους λέει:
-Πόλεμο δεν θέλαμε με τους Ιταλούς, μας τον κήρυξαν. Πόλεμο δεν θέλουμε με τους γερμανούς, θα μας τον κηρύξουν.

Τα χωριά σας θα βρεθούν μέσα στην κόλαση. Γι’ αυτό και θα σας στείλουμε αλλού. Η αστυνομία θα σας δώσει από έναν κλειστό φάκελο. Θα τον ανοίξετε, όταν σας ειδοποιήσει.

Μέσα είναι οι οδηγίες, το τι θα κάνετε και που θα πάτε κατά κοινότητα. Σεις θα κάνετε το καθήκον σας, ως πολίτες. Εμείς θα κάνουμε το καθήκον μας, ως στρατιώτες. Ο Θεός μαζί σας και μαζί μας.

Ο ταγματάρχης κατεβαίνει από την πέτρα, ανεβαίνει στο άλογό του, φεύγει. Μένουν οι πρόεδροι των κοινοτήτων. Αφού και αυτοί ανταλλάσσουν φωναχτά τις απόψεις τους για τα παγκόσμια γεγονότα, που τάχα ήξεραν, φεύγουν.




ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ
1 ΜΑΡΤΙΟΥ 1941. Από το πρωί της ημέρας αυτής αρχίζει η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων από την Ρουμανία στην Βουλγαρία. Είναι η 12η στρατιά του ΦΟΝ ΛΙΣΤ. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, συνέρχονται στο μέγαρο Μπελβεντέρε της Αυστρίας οι αντιπροσωπείες Γερμανίας – Βουλγαρίας. Υπογράφουν το σύμφωνο.

Μια πολυπληθής στρατιά διασχίζει την Βουλγαρία. Ενας επιμήκης ποταμός από χάλυβα, ρέει στους δρόμους της. Μόνο οι τεθωρακισμένες μεραρχίες κινούνται σε ένα μήκος άνω των τριάντα χιλιομέτρων. Χωριστά οι μηχανοκίνητες μεραρχίες.

Αεροπλάνα κατά κύματα διασχίζουν τους αιθέρες. Ένας βόμβος συνεχής και ατελείωτος.

Και η μυρωδιά της βενζίνης, αισθητή στην ατμόσφαιρα. Ένα θέαμα πρωτόγνωρο, αληθινά μεγαλειώδες, όψη τρομαχτική. Ολος αυτός ο χείμαρρος κατευθύνεται νότια. Στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.

Πληροφορημένος και εγώ για την είσοδο του γερμανικού στρατού στην Βουλγαρία, κάθομαι μόνος μου σε μιαν άκρη. Η επίθεση των γερμανών είναι πλέον επικείμενη. Η δική μου αποστολή είναι, κατά κάποιο τρόπο, αποστολή αυτοκτονίας.

Το πρώτο που αναλογίζομαι, είναι ο θάνατος του πατέρα μου κάτω από τις ίδιες τις συνθήκες. Θυμάμαι απ’ έξω την τελευταία επιστολή του. Απευθυνόταν στη θεία μου και σε μένα:
«Λενιώ. Αμα πάρεις το γράμμα αυτό, εγώ θα είμαι νεκρός. Εσύ γιε μου Ορφέα, να μείνεις με τη θειά σου. Σας αφήνω και τους δυό, στο έλεος του Θεού και της πατρίδας».
…Η επίθεση…

6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 χαράματα. Το γερμανικό πυροβολικό αστράφτει και βροντά, σε όλη τη γραμμή του Μπέλες. Τα πυρά αυτά τα δέχεται και το πυλυβολείο. Οι άνδρες ξέρουν. Μόλις σταματήσει το πυροβολικό, θα πάρουν θέσεις στις πολεμίστρες τους. Η διαμόρφωση του εδάφους δεν επιτρέπει στον εχθρό κοντινή βάση πυρός πολυβόλων, για μετά το πυροβολικό του. Και μόλις σταματά αυτό…

Οι επιτιθέμενοι αρχίζουν να τρέχουν προς το πολυβολείο. Δέχονται τα πυρά από αυτό και από τους άνδρες των ορυγμάτων. Σε λίγο δέχονται πυρά και από τα νώτα τους. Είναι από το προκεχωρημένο όρυγμα. Οι επιτιθέμενοι αιφνιδιάζονται. Νομίζουν πως κυκλώθηκαν. Μια αταξία επακολουθεί, συμπτύσσονται εσπευσμένα, βάλλονται συνεχώς. Και ενώ οι επιτιθέμενοι υποχωρούν προς τον αρχικό χώρο εξορμήσεώς τους, άνδρες του προωθημένου ορύγματος, βγαίνουν από αυτό, έρποντας. Συλλέγουν τα αυτόματα όπλα και τα πυρομαχικά νεκρών και τραυματιών, επανέρχονται στο όρυγμά τους.

Χαράζει η δεύτερη μέρα του πολέμου εδώ. Μας βρίσκει ξάγρυπνους και με το χέρι στη σκανδάλη. Από τα οχυρά ακούγονται πάλι βροντές. Τα οχυρά αμύνονται. Είναι μια ελπίδα. Υπάρχει ζωή ακόμη.

Είναι απόγευμα. Μας επισκέπτεται, ένας γερμανός συνταγματάρχης, μερικοί γερμανοί αξιωματικοί και δύο Ελληνες αξιωματικοί. Δακρυσμένοι και οι δύο με λένε.
-Τα οχυρά ποποτλίβιτσα και ιστίμπεη παραδόθηκαν. Εκεί είμαστε εμείς. Τώρα είμαστε αιχμάλωτοι. Εσύ ενήργησε κατά την κρίση σου.
«Μαζί μ’ αυτούς, κι’ εμείς» λέω μέσα μου. Συσκέπτομαι με τον υπολοχαγό και το λοχία. Είναι σύμφωνοι. Βγαίνω από το πολυβολείο, καλώ τους άνδρες να βγουν από τα ορύγματα μαζί και τα όπλα. Τους παρατάσσω.

«Είχαμε μιαν αποστολή, την επιτελέσαμε. Όχι μόνο στο ακέραιο. Αλλά και παραπάνω. Δύο οχυρά μας παραδόθηκαν, μια ελπίδα έχουμε εμείς. Να πολεμήσουμε και να πεθάνουμε. Όπως είναι τώρα οι περιστάσεις, ούτε ο Θεός το θέλει ούτε η πατρίδα μας το θέλει να πεθάνουμε εδώ.

Μας θέλει ζωντανούς. Αποφασίσαμε να παραδοθούμε. Ο Θεός μαζί μας».
Σταματώ εδώ, σκουπίζω ένα δάκρυ, οι άνδρες στέκουν προσοχή. Σκύβουν το κεφάλι μερικοί, κλαίνε άλλοι, συνεχίζω εγώ.

«Με ένα παράγγελμα, όλα τελειώνουν. Ξέρω πως θα συμφωνήσετε».
Λίγη σιωπή, το παράγγελμα ακούγεται.

«Αποθέσατε τον οπλισμό» Οι άνδρες τον αποθέτουν «πέντε βήματα εμπρός» οι άνδρες εκτελούν. Βρίσκονται τώρα όλοι τους έξω από τη σειρά των όπλων. Παρουσιάζομαι στον γερμανό συνταγματάρχη, χαιρετώ κανονικά, δείχνω τους άνδρες μου, δεν χρειαζόταν άλλο τίποτε να πω.

Αιχμάλωτοι. Αλλά ζωντανοί. Μόνο λίγοι ελαφρά τραυματίες. Μένουμε στη θέση αυτή, μέχρι τις 9 Απριλίου. Οι γερμανοί τη μέρα αυτή βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη. Η Ελληνική διοίκηση συνθηκολογεί «για τα ανατολικώς του ποταμού Αξιού ελληνικά στρατεύματα». Τη μέρα αυτή παραδόθηκαν και όσα οχυρά αμύνονταν ακόμη. Ελευθερώνονται οι Ελληνες αιχμάλωτοι. Θα είναι όμως τώρα αιχμάλωτη η πατρίδα. Και κάτω από τριπλή κατοχή.

Και ο λοχαγός Ορφέας Κυριαζής; Τι θα είναι τώρα; Ένας κοινός πολίτης. «Δεν ξέρω πώς να ζήσω ως πολίτης. Γιατί ποτέ δεν έζησα πολίτης… Ξεκινούμε, με τη μονάδα μου, κατεβαίνουμε το Μπέλες, φθάνουμε σε δρόμους. Οι δρόμοι μας χωρίζουν. Ενας – ένας ή και πολλοί μαζί παίρνουμε το δικό μας δρόμο. Αποχαιρετισμοί  με κλάματα. Ζήσαμε όλοι μια ζωή, που θα την θυμόμαστε όλη μας τη ζωή. Στο τέλος μένω μόνος.
Εγώ ο Ορφέας συνεχίζω το δρόμο μόνος. Ένα τίποτε πια.
Και λίγα λόγια εκτός του βιβλίου
Τώρα προσέξτε. Οι Γάλλοι αιχμάλωτοι πολέμου, οι Πολωνοί και οι Σοβιετικοί μεταφέρονται στην Γερμανία, όπου εργάζονται στα εργοστάσια της πολεμικής βιομηχανίας και όπου αλλού, υπό συνθήκες αρκετά υποβαθμισμένες.

Στις 20 Απριλίου υπογράφεται συνθήκη παράδοσης και του Στρατού της Αλβανίας. Στην Ελλάδα όμως με εντολή του Χίτλερ (δικτάτορας της Γερμανίας) όλος ο Ελληνικός στρατός αφήνεται ελεύθερος να πάει στα σπίτια του. Προς τι αυτή η ευμενής μεταχείριση;

Η άρχοντα τάξη της Γερμανίας έτρεφε μια μεγάλη εκτίμηση για την Αρχαία Ελλάδα και τους Αρχαίους Ελληνες. Η εκτίμηση αυτή ακουμπούσε και στους νεοέλληνες. Αυτή η εκτίμηση έσωσε τον Στρατό μας…
Τώρα; Τώρα από τον απελθόντα πρωθυπουργό της χώρας, υπουργούς και κρατικό μηχανισμό, διαπίστωσαν το κάπως επιλήψιμο ποιόν τους. Δεν έχουν πλέον καμία εμπιστοσύνη στην διαχείριση για τα χρήματα που μας δανείζουν.
Και οι τζάμπα μάγκες
Κάποιοι που είναι συνένοχοι στο κατάντημα που έφεραν τη χώρα ψελίζουν ότι μειώνεται η «εθνική μας υπερηφάνεια» από τις παρεμβάσεις της Ευρώπης. Όχι. Αυτοί δεν έχουν μέσα τους καμία «εθνική υπερηφάνεια». Απλώς επιδιώκουν να «διαχειρίζονται» αυτοί το χρήμα που μας δανείζουν.
Ιδέτε τους βουλευτές και υπουργούς. Οι μισθοί των εργαζομένων μειώνονται. Εγγίζουν τα όρια της πείνας. Οι ίδιοι όμως δεν λένε, να μειώνεται στο ίδιο ποσοστό και η δική τους αποζημίωση. 22% είναι και τριακόσιοι.
•Αποσπάσματα από το
βιβλίο του «Εγώ ο Ορφέας»


laosver.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου